Και ο Θεός βγήκε στο διάστημα,
Και κοίταξε τριγύρο και είπε:
Είμαι μόνος--
Θα μου φιάξω ένα κόσμο!
Και μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του
σκοτάδι κάλυπτε τα πάντα,
πιο μαύρο απο δώδεκα μεσάνυχτα
Τότε ο Θεός χαμογέλασε,
και φως ξεχύθηκε
και το φως κύλλησε από τη μία πλευρά στην άλλη
και ο Θεός ειπε: Καλό αυτό ΓΑΜΩΤΟ!
Τότε ο Θεός τεντώθηκε και πήρε το φως στα χέρια του
το έπλασε στα χέρια του
μέχρι που έφτιαξε τον ήλιο
και τοποθέτησε τον ήλιο ψηλά στους ουρανούς
Και το φως που περίσεψε από την παρασκευή του ήλιου
ο θεός το μάζεψε σε μια αστράπτουσα μπάλα
και το πέταξε κόντρα στο σκοτάδι
σκορπόντας στη νύχτα φεγγάρια και αστέρια
Τότε ανάμεσα στη νυχτα και τη μέρα
κοίταξε το έργο του
Και τότε ο Θεός είπε : Καλό αυτό ΓΑΜΩΤΟ!
Τότε ο Θεός προχώρισε
και ο ήλιος ήταν στα αριστερά του
και το φεγγάρι στα δεξιά
και τα αστέρια έλαμπαν πάνω από το κεφάλι του
και η γη ήταν κάτω από τα πόδια του.
Και ο Θεός περπάτησε.
Και από τις πατημασιές του δημιουργήθηκαν βουνα,
χαράδρες παιδιάδες.
Τότε σταμάτησε και είδε
ότι η γη ήταν καυτή και σκονισμένη.
Τότε ο Θεός πήγε στην άκρη του κόσμου
και ανάβλυσε τις επτά θάλασσες--
Κοίταξε πάνω και οι αστραπές έλαμψαν
κτύπησε τα χέρια του και οι κευρανοί κύλησαν
και τα νερά αρχισαν να υποχορούν.
Τότε το γρασίδι λαρχισε να πετάγετε
και τα λουλούδια ξεπρόβαλαν ανθισμένα
το φοινικόδεντρο απλώσε το δάκτυλο προς τον ουρανό
και η βελάνιδια άπλωσε τους όμους της.
Λίμνες σχηματίστικαν στις τρύπεσ του εδάφους
και τα ποτάμια άρχισαν να κυλούν στις θάλασσες.
Και ο Θεός ξαναχαμογέλασε,
και το ουράνιο τόξο εμφανίστηκε,
και έγειρε στουσ όμους Του.
Τότε ο Θεός σήκωσε το χέρι του
πάνω από τις θάλασσες και τη γη
και είπε :Γεννηθήτε ! Γεννηθήτε !
και πρίν προλάβει να κατεβάσει το χέρι του
ψάρια και μαλάκια
και θηρία και πουλιά
κατέκλισαν τα ποτάμια και τις θάλασσες,
όρμησαν στα δάση και τα δέντρα
και ξέσκισαν τον αέρα με τα φτερά τους
Και ο Θεός ειπε: Καλό αυτό ΓΑΜΩΤΟ!
Τότε ο Θεός περπάτησε,
και κοίταξε τριγύρο
όλα όσα είχε φτιάξει.
Κοίταξε τον κόσμο του
με όλα τα ζωντανά του
και ο Θεός είπε : Είμαι ακόμα μόνος.
Τότε ο Θεός έκατσε
στην πλαγιά ενός λόφου
και σκευτόταν.
Μέχρι που σκεύτικε: ΘΑ ΜΟΥ ΦΙΑΞΩ ΕΝΑ ΓΑΜΗΜΕΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ!
Και τότε ο Θεός
που είχε φτιαξει τον ήλιο
και πέταξε ανάμεσα στα αστέρια
σαν μητέρα σκύμένη πάνω από το μωρό της
γονάτησε στη σκόνη
πέρνοντας μια χούφτα άμμο και πλάθοντας
μέχρι που το έπλασε κατ'εικόνα του.
Τότε μέσα του φύσηξε την πνοή της ζωής.
ΚΑΙ Ο ΑΝΤΡΑΣ ΕΓΙΝΕ ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΨΥΧΗ
ΑΜΗΝ ΓΑΜΩΤΟ,ΑΜΗΝ!
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
Πολύ ωραίο ΓΑΜΩΤΟ!!!Μπράβο Μικρέ!
Δημοσίευση σχολίου